- Τεργέστη
- η г. Триест;тж. Τριέστι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τεργέστη — (Trieste). Πόλη (περίπου 231.047 κάτ.) της Ιταλίας, κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (212 τ. χλμ.). Πόλη με αρχαιότατη καταγωγή, κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 177 π.Χ. και διαμορφώθηκε ως φρούριο και κατόπιν ως … Dictionary of Greek
Κατακουζηνός, Αλέξανδρος — (Τεργέστη 1824 – 1892). Μουσικός και ποιητής. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και στην Αθήνα. Εργάστηκε ως διευθυντής χορωδιών στη Βιέννη και στην Οδησσό μέχρι το 1970, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου οργάνωσε τη χορωδία των Ανακτόρων, δίδαξε… … Dictionary of Greek
Μαυρογένους, Μαντώ — (Τεργέστη 1796/7 – Πάρος 1840). Αγωνίστρια του 1821. Όταν ξέσπασε η επανάσταση έσπευσε στη Μύκονο, στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας της, και ξεσήκωσε τους κατοίκους του νησιού κατά των Τούρκων. Εξόπλισε πλοία με δικά της έξοδα και καταδίωξε… … Dictionary of Greek
Ρενιέρης, Μάρκος — (Τεργέστη 1815 – Αθήνα 1897). Νομομαθής, διπλωμάτης και ιστορικός συγγραφέας. Μετά τις νομικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου υπηρέτησε ως δικαστικός (1837 1861), πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη (1861… … Dictionary of Greek
Αντωνόπουλος — I Επώνυμο τριών διακεκριμένων οικογενειών, αγωνιστών του 1821, που προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο ελληνικό έθνος. 1. Οικογένεια από την Ανδρίτσαινα. Δύο από τα μέλη της ήταν αγωνιστές του 1821, o Αντώνιος και ο Γεώργιος. Ο πρώτος σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
τεργεσταίος — α, ο, Ν [Τεργέστη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Τεργέστη ή αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Τεργέστη … Dictionary of Greek
Θερειανός, Διονύσιος — (Κέρκυρα 1834 – Τεργέστη 1897). Φιλόλογος και δημοσιογράφος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη (1850), όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως εφημέριος της εκεί ελληνικής παροικίας. Τις σπουδές του… … Dictionary of Greek
Οικονομίδης — Επώνυμο Κυπρίων λογίων. 1. Πέτρος (; – 1821). Πρόκριτος, δημογέροντας και φιλικός. Καταγόταν από τη Λευκωσία της Κύπρου. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν τη συνεργασία του με τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης και τον αποκεφάλισαν μαζί με άλλους… … Dictionary of Greek
Ρήγας Βελεστινλής — (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη… … Dictionary of Greek
μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) … Dictionary of Greek